ἀετέ

ἀετέ
ἀ̱ετέ , ἀετός
eagle
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”